υπερκερώ

υπερκερώ
ὑπερκερῶ, -άω ΝΑ
στρ. υπερφαλαγγίζω
αρχ.
μτφ.
1. (με τοπ. σημ.) εκτείνομαι πέρα από ένα σημείο
2. (για νερό) εκρέω με αφθονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + κέρας «πτέρυγα παράταξης στρατού ή στόλου»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υπερκερώ — (υπερκερώ), υπερκέρασα βλ. πίν. 71 Σημειώσεις: υπερκερώ, υπερκερώμαι : απαντώνται κυρίως οι τύποι με το αοριστικό θέμα (υπερκέρασα, υπερκεράστηκα κτλ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • υπερκέραση — η / ὑπερκέρασις, άσεως, ΝΜΑ, και ὐπερκέρωσις ΜΑ [ὑπερκερῶ] στρ. ελιγμός μάχης κατά τον οποίο οι επιτιθέμενοι προωθούν ορισμένες δυνάμεις τους από τα πλάγια τού κυρίως μετώπου και υπερφαλαγγίζουν τις εχθρικές δυνάμεις, αλλ. υπερφαλάγγιση …   Dictionary of Greek

  • υπερκεραστές — οι / ὑπερκερασταί, ΝΜ [ὑπερκερῶ] (στο Βυζάντιο) τάγματα ιππικού, που, παρατασσόμενα σε θέση μάχης και σε μια απόσταση από τη δεξιά πτέρυγα τής πρώτης γραμμής, προστάτευαν την πτέρυγα από πιθανή υπερκέραση εκ μέρους τού εχθρού και ενεργούσαν τα… …   Dictionary of Greek

  • υπερκερώμαι — (υπερκερώμαι), υπερκεράστηκα, υπερκερασμένος βλ. πίν. 72 Σημειώσεις: υπερκερώ, υπερκερώμαι : απαντώνται κυρίως οι τύποι με το αοριστικό θέμα (υπερκέρασα, υπερκεράστηκα κτλ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”